Έφη Γεωργοπούλου-Σαλτάρη, βουλευτής Ηλείας του ΣΥΡΙΖΑ: «H εγχώρια παραγωγή γάλακτος έρμαιο των εταιρικών κολοσσών και των οικονομικών συμφερόντων με τις ευλογίες της συγκυβέρνησης».


Με αφορμή την απάντηση του Υπουργείου Ανάπτυξης και  Ανταγωνιστικότητας            σε σχετική ερώτηση είκοσι βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ αυτών και της βουλευτού Ηλείας Έφη Γεωργοπούλου-Σαλτάρη, για τις καταστροφικές επιπτώσεις από την εφαρμογή των ρυθμίσεων της «εργαλειοθήκης» του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) σχετικά με το γάλα προκύπτει η ανάγκη κάποιων επισημάνσεων και σχολίων.

Ο Υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Γιακουμάτος Γεράσιμος υποστηρίζοντας την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση (την οποία δεν είχε προλάβει κατά δήλωση του να μελετήσει επαρκώς όταν την ψήφιζε), αναφέρει ότι υπάρχει σημαντική και σταθερή αύξηση της εγχώριας μέσης τιμής παραγωγού του αγελαδινού γάλακτος  στα 43,3 λεπτά/λίτρο το Μάιο του 2014 σε σχέση με τα 36,5 λεπτά/λίτρο τον αντίστοιχο μήνα του 2010. Αυτό προκύπτει  από τη χαμηλή παραγόμενη ποσότητα ελληνικού αγελαδινού γάλακτος και αντίστοιχα την αύξηση της ζητούμενης ποσότητας.
Βεβαίως δεν κάνει καμία αναφορά στο ότι η μέση τιμή του παραγωγού το 2013 ήταν 44,42 λεπτά/λίτρο μειωμένη σε σχέση με το 2012 που ήταν 45,08 λεπτά/λίτρο.
Η ουσία όμως (όπως εν μέρει παραδέχεται στην απάντηση του ο κ. Υφυπουργός) είναι ότι η αύξηση της εγχώριας μέσης τιμής παραγωγού ακολουθεί την γενική τάση που καταγράφεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας στρέβλωσης της ελληνικής παραγωγής. Για του λόγου του αληθές στην πρόσφατη (Ιούνιος του 2014) Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το αρμόδιο Συμβούλιο για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και την εφαρμογή των διατάξεων αναφέρει ότι: «Επί του παρόντος, η κατάσταση στην αγορά γάλακτος της ΕΕ είναι αρκετά ευνοϊκή. Η μέση τιμή του γάλακτος στην ΕΕ1 τον Ιανουάριο του 2014 ήταν 40,03 λεπτά/κιλό, ήτοι κατά 17% υψηλότερη από τον Ιανουάριο του 2013. Η ίδια ανοδική τάση έχει επίσης παρατηρηθεί στην τιμή των γαλακτοκομικών προϊόντων, παρότι οι  τιμές του βουτύρου υφίστανται καθοδικές πιέσεις από τις αρχές του 2014. Μέχρι σήμερα, η σημαντική παγκόσμια ζήτηση έχει διατηρήσει σταθερά τις τιμές σε υψηλά επίπεδα
Στη συνέχεια της απάντησης του ο κ. Υφυπουργός αρκείται σε κάποιες στατιστικές διαπιστώσεις για τις οποίες δεν έχει καμία ουσιαστική πολιτική εξήγηση παρά μόνο ότι για την παρακμιακή πορεία της ελληνικής κτηνοτροφίας οφείλεται το μέχρι πρόσφατα ισχύον πλαίσιο λειτουργίας. Εύλογα προκύπτουν τα εξής ερωτήματα: α) ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν ήταν εναλλάξ ή και μαζί στην κυβέρνηση όλα τα προηγούμενα χρόνια; β) Άρα αυτά τα κόμματα νομοθέτησαν ένα παρακμιακό πλαίσιο λειτουργίας; γ) Ποιοι κέρδισαν από το προηγούμενο πλαίσιο λειτουργίας; δ) Ποιοι έχασαν από αυτό το πλαίσιο λειτουργίαςΣε αυτά τα ερωτήματα βέβαια την απάντηση δεν θα τη δώσει πότε ένας Υφυπουργός της μνημονιακής περιόδου, η οποία ευθύνεται για μια σειρά δημοκρατικών εκτροπών και μαζικής φτωχοποίησης του ελληνικού λαού.
 
Άξιο σχολιασμού είναι και το ζήτημα της μείωσης του αριθμού των Ελλήνων αγελαδοτρόφων την τελευταία δεκαετία που φτάνει σε ποσοστό 57,4% λιγότεροι παραγωγοί και σε απόλυτους αριθμούς από 8.640 που ήταν το 2003 (ένα χρόνο μετά την επίσημη είσοδο στην ΟΝΕ) να υποχωρούν το 2013 μόλις στους 3.686. Η αντίστοιχη όμως παραγωγή αγελαδινού γάλακτος για την ίδια περίοδο μειώθηκε σε ποσοστό -6,53%. Οι 671.318 τόνοι του 2003 μειώθηκαν σε 627.481 τόνους το 2013. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι αν και είχαμε δραματική μείωση των παραγωγών οι παραγόμενες ποσότητες γάλακτος συγκεντρώθηκαν σε λίγα χέρια αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να καλύψουν την μεγάλη ζήτηση των γαλακτοκομικών προϊόντων. Αυτή η κατάσταση εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί όμως σίγουρα τις μεγάλες ιδιωτικές γαλακτοβιομηχανίες στο να συγκεντρώνουν όλη την κτηνοτροφική δραστηριότητα δίπλα στις εγκαταστάσεις τους και να διαμορφώνουν τα επίπεδα τιμών με βάση αποκλειστικά τις δικές τους ανάγκες.
Άρα έχουμε την τελευταία δεκαετία της ισχυρής Ελλάδας, της επανίδρυσης του κράτους, του λεφτά υπάρχουν και του Success Story  ένα τεράστιο ξεκλήρισμα των ελλήνων παραγωγών αγελαδινού γάλακτος και εκτίναξη των εισαγωγών αγελαδινού γάλακτος από χώρες όπως η Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Γαλλία.
Άλλο ένα μεγάλο ζήτημα στον τομέα της παραγωγής αγελαδινού γάλακτος είναι το θέμα των ποσοστώσεων. Για το 2013 το ανώτατο όριο παραγωγής γάλακτος που επιδοτούνταν ήταν 869.589 τόνοι. Δηλαδή οι ποσοστώσεις ήταν  περισσότερες από την υφιστάμενη εγχώρια επιδοτούμενη παραγωγή.
 Με την επερχόμενη κατάργηση των ποσοστώσεων από το 2015 ο απώτερος σκοπός της συγκυβέρνησης είναι να «διώξει» από πάνω τις ευθύνες που θα προκύψουν από αυτήν την κατάργηση εφόσον: «Αναμένεται να σημειωθούν αυξήσεις στην παραγωγή λόγω της κατάργησης των ποσοστώσεων, ιδίως στα κράτη μέλη όπου επί του παρόντος υφίστανται περιορισμοί λόγω των ποσοστώσεων, όπως η Ιρλανδία, η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες, η Δανία, η Αυστρία και η Πολωνία, καθώς και η Γαλλία. Επίσης «αναμένεται να σημειωθούν αυξήσεις στην παραγωγή γάλακτος,… η δε παραγωγή θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης τόσο στην ΕΕ όσο και ανά τον κόσμο, καθώς και από άλλους παράγοντες, όπως οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί» όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην προαναφερόμενη έκθεσή της.
Με απλά λόγια, οι ποσοστώσεις με ανώτατο όριο επιτρεπόμενης επιδοτούμενης παραγωγής από την Ευρωπαϊκή Ένωση τους 850 χιλ. τόνοι για την Ελλάδα, μέχρι και σήμερα «ολοκλήρωσαν» την καταστροφική δουλειά τους για τις χώρες του Νότου μεταξύ αυτών και τη χώρα μας. Εμπόδισαν να δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα για να στηριχθεί και να ενισχυθεί ποιοτικά και ποσοτικά η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος καθώς δεν κάλυπταν ούτε την εγχώρια ζήτηση (1,3 εκ. τόνοι). Σήμερα που συρρικνώθηκε η παραγωγή και ο κτηνοτροφικός κόσμος, η Ευρωπαϊκή Ένωση  καταργεί τις ποσοστώσεις ώστε να «εισβάλλουν» οι γαλακτοβιομηχανίες των μεγάλων κεντροευρωπαϊκών χωρών και να υφαρπάξουν και αυτό το τμήμα της εγχώριας αγοράς που έχει απομείνει. Στον έλληνα κτηνοτρόφο δηλαδή να μείνει ένα ελάχιστο μερίδιο αγοράς.
Η χώρα μας κατανάλωσε το 2009 1 εκατ. 250 χιλ. τόνους αγελαδινού γάλακτος, ενώ παρήχθησαν την ίδια χρονιά  μόνο 716 χιλ. τόνοι, άρα εκ των πραγμάτων οι υπόλοιπες ποσότητες ήταν εισαγόμενες ενώ μέσα στο 2014 οι ανάγκες εισαγωγής γάλακτος έχουν διπλασιαστεί.
Οι αθρόες εισαγωγές λοιπόν (οι οποίες επιβάρυναν και υπέρμετρα το εμπορικό ισοζύγιο, ήτοι τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας μας), επέφεραν το ξεκλήρισμα των ελλήνων παραγωγών καθώς «επέτρεψαν» και «επιτρέπουν» στα καρτέλ των ιδιωτικών γαλακτοβιομηχανιών να δίνουν, για παράδειγμα, το 2009 στους αγελαδοτρόφους ακόμη και 25 λεπτά το λίτρο (μία μη βιώσιμη οικονομικά τιμή). Την ίδια στιγμή συνεταιριστικές γαλακτοβιομηχανίες που παράγουν και προσφέρουν ελληνικό εγγυημένα ποιοτικό φρέσκο γάλα παραγόμενο από τοπικούς παραγωγούς, παρέχουν τιμή 42-45 λεπτών το λίτρο2. Από αυτό προκύπτει και η ανάγκη ενίσχυσης του συνεταιριστικού κινήματος και της κοινωνικής οικονομίας.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του πρόεδρου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Βόλου: «απέτυχε παταγωδώς το εγχείρημα του κ. Χατζηδάκη και του κ. Σκορδά καθώς όχι μόνο δεν μειώθηκε η τιμή του γάλακτος στο ράφι αλλά ταυτόχρονα καταστρέφεται και η ελληνική κτηνοτροφία. Δυστυχώς μειώθηκε η τιμή των παραγωγών και δόθηκε δυνατότητα μεγάλης εισαγωγής γάλακτος από γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες»…
           Ακριβώς γι’  αυτό το λόγο ο κ. Υφυπουργός υπεραμύνεται του Ν. 4254/2014 -την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ- καθώς όπως σημειώνει πέραν όλων των άλλων περιλαμβάνει και το γάλα των 2 ημερών που μπορούν οι τοπικοί παραγωγοί να προσφέρουν και επομένως να κρατήσουν ως μερίδιο της αγοράς. Βεβαίως αυτό το «προϊόν» γάλακτος ακόμα δεν έχει εμφανιστεί στην αγορά γιατί οικονομικά σημαίνει σημαντικότατα βάρη και ρίσκα.
      Την ίδια στιγμή «κατηγορούν» οι ελεγκτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι στην Ελλάδα, όπως και στις Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία έχει εφαρμοστεί λαθεμένα και ιδιαιτέρως προνομιακά η ειδική στήριξη στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων δυνάμει του άρθρου 68 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009, για τις επονομαζόμενες «μειονεκτικές περιοχές» (ορεινές περιοχές, απομακρυσμένος ή νησιωτικός χαρακτήρας, κατακερματισμένη δομή, έδαφος, κλίμα, χαμηλές αποδόσεις γάλακτος, υψηλό κόστος παραγωγής κ.λπ.) και ζητούν περαιτέρω μείωση των επιχορηγήσεων. Σημειώνεται ότι, οι ποσότητες παραγωγής γάλακτος σε μειονεκτικές περιοχές το 2014 σημειώνουν πτώση στην Εσθονία, την Ελλάδα και την Πολωνία, ενώ αυξάνονται στη Γερμανία, την Ιρλανδία, τη Λετονία, την Αυστρία και την Ισπανία. Ο κ. Υφυπουργός Ανάπτυξης επομένως θα ήταν σκόπιμο από το να παραθέτει στην απάντηση του στατιστικά στοιχεία χωρίς κανένα στοιχείο πολιτικής αυτοκριτικής να παρουσιάσει σε όλους τους ενδιαφερόμενους τι έχει κάνει η συγκυβέρνηση ώστε να γίνει όποια αξιοποίηση είναι εφικτή του νέου κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη και την στήριξη της παραγωγής στις «μειονεκτικές περιοχές». Σημειώνεται ότι προβλέπεται αυξημένο ανώτατο όριο ενισχύσεων για περιοχές που αντιμετωπίζουν φυσικά ή άλλα ειδικά μειονεκτήματα – από 250 έως 450 ευρώ/εκτάριο στις ορεινές περιοχές και από 150 έως 250 ευρώ/εκτάριο σε άλλες περιοχές. Ειδικότερα στο πλαίσιο των άμεσων ενισχύσεων (Κανονισμός (EΕ) αριθ. 1307/2013, ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 608.), η κυβέρνηση έχει προχωρήσει στην παροχή εθελοντικής συνδεδεμένης στήριξης για γεωργούς γαλακτοκομικών προϊόντων, μέχρι ενός ορίου της εθνικής χρηματοδότησης, για τη δημιουργία κινήτρων και τη διατήρηση και αύξηση των τρεχόντων επιπέδων παραγωγής; Έχει προχωρήσει στη χορήγηση ενισχύσεων για περιοχές με φυσικά μειονεκτήματα, η οποία μπορεί να ανέρχεται έως και σε 5% της εθνικής χρηματοδότησης; Περιμένουμε την άμεση απάντηση και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σε αυτά τα ερωτήματα. Η πατρίδα μας έχει ιδιαίτερη γεωμορφολογία (ορεινή ως επί το πλείστον και με τα πελάγη της τα οποία είναι κατάσπαρτα από νησιά) και πρέπει να στηρίζεται η παραγωγή και η κατανάλωση και στο πιο μικρό νησί και  στο πιο μικρό ορεινό χωριό.
  Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η συνέχιση των καταστροφικών και υποτελών νεοφιλελεύθερων πολιτικών και στον τομέα του αγελαδινού γάλακτος θα οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση τον κτηνοτροφικό τομέα και ειδικότερα την ποιμενική και τοπική συνεταιριστική κτηνοτροφία. Η δημοκρατική ανατροπή  και η αντικατάσταση τους (σε συνθήκες μάλιστα αυξημένης παγκόσμιας ζήτησης και σημαντικών εγχώριων αναγκών) είναι μονόδρομος για την στήριξη της εγχώριας παραγωγής, για την συγκρότηση ενός σύγχρονου αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος απέναντι στις πολιτικές της παραγωγικής αποδιάρθρωσης και της εσωτερικής υποτίμησης.









.