Η συμπίεση του δημόσιου τομέα



Καμιά συζήτηση για πραγματικές και σοβαρές προσαρμογές του προϋπολογισμού δεν μπορεί να προχωρήσει από την άγνοια για το τι
κάνουν οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, ποιοι είναι και για τι πληρώνονται. Καμιά κοινωνία δεν προχωρά με σύνεση αν δε αναγνωρίζει και δεν αποτιμά τις ζωές που βρίσκονται σε πραγματικό κίνδυνο και τα πραγματικά αποτελέσματα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων

Tων Μάξ Φραντ Γουλφ και Ρίτσαρντ Ντ. Γουλφ

Μια εθνική καμπάνια έχει ξεκινήσει με στόχο να πειστούν οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα να σηκώσουν το βάρος της οικονομικής κρίσης. Όλα αυτά τα χρόνια της αύξησης των δαπανών και της μείωσης των εσόδων χάραξαν το μονοπάτι προς την καταστροφή, μέσα από ομοσπονδιακούς, κρατικούς και τοπικούς προϋπολογισμούς. Ελλείμματα και χρέη έχουν συσσωρευτεί,  διαβρώνοντας την φορολογική υποστήριξη για τα κυβερνητικά έξοδα γενικά και για τους δημοσίους υπαλλήλους ειδικότερα.

Ως απάντηση στα βαριά οικονομικά βάσανα των μικροαστών, μεγάλες προσπάθειες γίνονται, από  την Καλιφόρνια ως το Μέιν, για την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών μέσα από μεγάλες περικοπές στις υπηρεσίες, στους μισθούς, στις παροχές και στην απασχόληση. Οι ομοσπονδιακές, κρατικές και τοπικές διοικήσεις «λιμοκτονούν» εξαιτίας της ανεργίας, της μειωμένης παραγωγής, της χαμηλότερης επένδυσης και της στεγαστικής κρίσης. Η Ουάσιγκτον δανείστηκε τεράστια ποσά από ξένους επενδυτές, εγχώριες μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους.

Αυτοί οι πόροι αξιοποιήθηκαν για να ξελασπώσουν επιλεκτικά μεγάλες επιχειρήσεις και για να βοηθήσουν (μερικά και παροδικά) τους κατεστραμμένους κρατικούς και τοπικούς διοικητικούς προϋπολογισμούς. Επειδή τον περασμένο Δεκέμβριο οι δημοκρατικοί και οι ρεπουμπλικάνοι συμφώνησαν να μην αυξήσουν τα έσοδα, τα κτηματικά και κεφαλαιουχικά κέρδη αντιμετωπίζουν την διαρκώς μειούμενη ομοσπονδιακή υποστήριξη. Aυτό οδηγεί τους κυβερνήτες, τους δημάρχους και κρατικούς νομοθέτες να αυξήσουν τους φόρους και/ή να περικόψουν μισθοδοσίες και προγράμματα. Βέβαια, κάποιες περικοπές και κάποιες φορολογικές αυξήσεις χρειάζεται να γίνουν. Οι πραγματικές κοινωνικές αποφάσεις, όμως, αφορούν τι να περικόψεις, πόσο, από ποιόν και ποιών τους φόρους να αυξήσεις.

Η πίεση, ωστόσο, ωθεί στη μετακύλιση του βαρύτατου κόστους της οικονομικής κρίσης σε μεσαίες και χαμηλών εισοδημάτων κατηγορίες, οι οποίες ήδη μαστίζονται από την ανεργία, τα δάνεια, τις μειωμένες εργασιακές παροχές και την αυξανόμενη εργασιακή ανασφάλεια. Η καμπάνια που θέλει να κάνει τα μεσαία στρώματα να πληρώσουν εστιάζει στους δημόσιους υπαλλήλους, ιδιαίτερα στους αριθμούς, τα εισοδήματα και τα προνόμια τους.

Διαμάχες ξεσπούν σχετικά με το ποιοι κρατικοί και τοπικοί υπάλληλοι θα απολυθούν, ποιων οι συντάξεις και τα δικαιώματα θα μειωθούν και ποιες υπηρεσίες θα σταματήσουν να είναι διαθέσιμες. Οι πολιτικοί θα παραμείνουν σιωπηλοί μπροστά στην εναλλακτική που υπάρχει απέναντι στις βαθιές περικοπές, γιατί αυτές  έχουν μπει, έτσι κι αλλιώς,  στην ημερήσια διάταξη για τους περισσότερους πολίτες. Η εναλλακτική θα ήταν να αυξήσουν το μερίδιο των φόρων που εισπράττονται από τις ηγετικές εταιρίες και  το 5-10 % των πλουσιοτέρων πολιτών. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό σημαίνει επιστροφή στα επίπεδα φορολογίας της δεκαετίας του ογδόντα.

Ό,τι και να χρειάζεται να γίνει στο πλαίσιο των εύλογων εξορθολογικοποιήσεων στις εκροές  των κυβερνητικών προϋπολογισμών, δεν θα υπερβούμε τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση με μαζικές μειώσεις στη παροχή δημοσίων υπηρεσιών και στην απασχόληση. Το μόνο που πετυχαίνεται έτσι, είναι να υποβαθμίζονται κι άλλο η οικονομική κατάσταση και το επίπεδο ζωής των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικών κοινωνικών κατηγοριών. Αυτή θα είναι μια ακόμη σκληρότερη εκδοχή του δρόμου που βαδίζουμε εδώ και δεκαετίες. Δυστυχώς, αυτή η προσέγγιση δεν είναι ούτε καινούργια, ούτε μπορεί να φέρει αποτελέσματα.

Τα δεδομένα δεν δικαιολογούν τις υποθέσεις για τους  δημοσίους υπαλλήλους. Την περασμένη χρονιά, η συνολική κρατική και τοπική απασχόληση μειώθηκε κατά 407,000 θέσεις εργασίας.

Ο Πίνακας 1 δείχνει τι έγινε στην δημόσια απασχόληση στις πολιτείες και στις κοινότητες κατά το τελευταίο μισό του αιώνα:




Ο πίνακας 1  δείχνει ότι υπάρχουν 20 εκατομμύρια κρατικοί και τοπικοί υπάλληλοι στην Αμερική σήμερα: 14,3 εκατομμύρια τοπικοί και 5,2 εκατομμύρια κρατικοί. Μέχρι την προηγούμενη δεκαετία, οι αριθμοί των δημόσιων υπαλλήλων αυξάνονταν σταθερά όσο και ο πληθυσμός των ΗΠΑ. Τα επίπεδα ανεργίας στις διάφορες κοινότητες θα ήταν πολύ υψηλότερα αν αυτοί οι εργαζόμενοι δεν έβρισκαν δουλειά στο δημόσιο τομέα. Οι κρατικές και τοπικές διοικήσεις θα είχαν παράσχει πολύ λιγότερες και φτωχότερες δημόσιες υπηρεσίες, αν δεν είχε αναπτυχθεί η απασχόληση στο δημόσιο τομέα. Βεβαίως, υπάρχουν ιστορίες σπατάλης και διαφθοράς. Όλοι όμως χρειαζόμαστε και επωφελούμαστε από αρκετές κρατικές και τοπικές υπηρεσίες.

Ο Πινάκας 2 δείχνει ότι κατά την τελευταία δεκαετία η κρατική και τοπική απασχόληση δεν αναπτύχθηκε με ταχείς ρυθμούς. Όσο η οικονομία των ΗΠΑ προχωρούσε προς την κρίση, τόσο οι κρατικές και τοπικές διοικήσεις απέφευγαν να επεκτείνουν τις μισθοδοσίες τους.

Τα οικονομικά τους δεν ξέφευγαν από τον έλεγχο, όπως συνέβαινε με την οικονομική βιομηχανία και άλλα μέρη του ιδιωτικού τομέα. Κάποιες πολιτείες και κάποιες κοινότητες, μάλιστα, μέχρι που αύξησαν τις φορολογίες τους. Υποθέσεις έγιναν για ένα διαρκές «μπουμ» στην αγορά του στεγαστικού. Αυτές αποδείχθηκαν λανθασμένες. Σε πολλές περιπτώσεις τα βάρη αναδύθηκαν σιγά-σιγά, όσο οι περιουσίες επανεκτιμούνταν και τα έσοδα από τη φορολογία αποτύγχαναν να αυξηθούν, εν μέσω ανεργίας και δεδομένου ενός μεγάλου αριθμού πολιτών χωρίς ασφαλιστική  κάλυψη υγείας.



Κάποιοι τώρα περιγράφουν τους δημόσιους υπαλλήλους σαν «παχιές γάτες». Κατά το 2009 (χρονιά με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), ο μέσος δημόσιος υπάλληλος κέρδιζε 20.68 δολάρια την ώρα ή 49.240 δολάρια το χρόνο. Ο μέσος τοπικός κυβερνητικός υπάλληλος κέρδιζε 21.68 δολάρια την ώρα ή 45.090 δολάρια το χρόνο. Αυτά βέβαια είναι μέσοι όροι. Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ  των δημόσιων υπαλλήλων, οι οποίες εξαρτώνται από τη θέση, την ηλικία και το είδος της δουλειάς. Υπάρχουν επίσης ευρέος φάσματος διαφοροποιήσεις στους μισθούς, εξαιτίας της εντοπιότητας και αλλά και της συμμετοχής στα σωματεία.

Συγκριτικά, ο συνολικός μέσος όρος αποδοχών ανά ώρα για όλους τους εργαζόμενους αμερικάνους τον Δεκέμβριο του 2009 ήταν 22.38 δολάρια ή 44.706 δολάρια για 2000 ώρες εργασίας το χρόνο. Με άλλα λόγια, οι κρατικοί και τοπικοί κυβερνητικοί υπάλληλοι κέρδιζαν περίπου τον εθνικό μέσο όρο κατά το 2009 – 2010.

Ο Πίνακας 3 παρακάτω απαριθμεί τα πιο κοινά επαγγέλματα και μισθούς για κρατικούς και τοπικούς υπαλλήλους σύμφωνα με τον «Οδηγό σταδιοδρομίας στις βιομηχανίες 2010 – 2011». Οι αποδοχές των κρατικών και τοπικών κυβερνητικών υπάλληλων ήταν κοντά στους εθνικούς μέσους όρους στα περισσότερα επαγγέλματα. Το να αποκαλείς τους δημοσίους υπαλλήλους «παχιές γάτες» είναι μια προσπάθεια να αναγκάσεις τους μικρομεσαίους εισοδηματίες και τους καταναλωτές δημοσίων υπηρεσιών να πληρώσουν για ό,τι έκανε η οικονομική κρίση σε κρατικούς και τοπικούς προϋπολογισμούς.



Άλλη μια καμπάνια εναντίον των κρατικών και τοπικών υπαλλήλων στοχοποιεί τα σωματεία τους. Αλλά κι εδώ τα δεδομένα προσφέρουν μια πολύ πιο υγιή και ειλικρινή εικόνα. Οι κρατικοί και τοπικοί κυβερνητικοί υπάλληλοι συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε σωματεία σε σχέση με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Περίπου 12,3% ή (14,7 εκατομμύρια άνθρωποι) από το συνολικό εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ εκπροσωπείται από τα σωματεία. Αυτό συμπεριλαμβάνει και μια μείωση της τάξεως των 612.000 μελών την περασμένη χρονιά. Περίπου 36% των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα έγιναν μέλη σε σωματεία την περασμένη χρονιά σε σχέση με το 6,9% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Ο Πίνακας 4 δείχνει ότι οι τοπικοί δημόσιοι υπάλληλοι (δάσκαλοι, προσωπικό της αστυνομίας και της πυροσβεστικής και άλλοι που βρίσκονται πιο κοντά στις κοινότητες που υπηρετούν) οργανώθηκαν σε σωματεία στο μεγαλύτερο βαθμό. Ο Πίνακας 4 δείχνει επίσης ότι η πλειοψηφία των κρατικών και τοπικών δημόσιων υπαλλήλων δεν οργανώθηκαν σε σωματεία, όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Η ανάδειξη των δημοσίων υπαλλήλων ή των σωματείων τους στο μεγαλύτερο πρόβλημα δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία.



Συμπεραίνεται, συνεπώς, ποιοι είναι στην πραγματικότητα οι δημόσιοι υπάλληλοι. Τα στοιχεία της Επιτροπής Ίσων Ευκαιριών στην Απασχόληση για το 2007 δείχνουν ότι το 18% των πλήρως απασχολούμενων δημοσίων υπαλλήλων είναι αφροαμερικάνοι, ενώ αντίστοιχα για τους τοπικούς υπαλλήλους το ποσοστό είναι 19%. Η απασχόληση στο δημόσιο τομέα έχει μειώσει την ανεργία των αφροαμερικανικών, δίνοντας κοινωνικές παροχές σε όλους. Επειδή οι αφροαμερικάνοι έχουν μεγαλύτερη από το μέσο όρο συμμετοχή στα σωματεία, η επίθεση στη δημόσια απασχόληση τους στοχοποιεί ιδιαίτερα. Οι βετεράνοι επίσης υπερεκπροσωπούνται σημαντικά στην απασχόληση του δημόσιου τομέα, τόσο στο κρατικό όσο και στο τοπικό επίπεδο. Το 2009 σχεδόν το 13% όλων των απασχολούμενων βετεράνων δούλεψε για κρατικές και τοπικές διοικήσεις. Σε αυτή τη συγκυρία, οι δυσανάλογα περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι σε κίνδυνο, είναι οι μαύροι, μέλη σωματείων, ηλικιωμένοι και βετεράνοι.

Το κυριότερο: οι κρατικοί και τοπικοί υπάλληλοι προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες σε όλους. Η εκπαίδευση, οι μεταφορές, η πρόνοια, τα δικαστήρια, η πολιτική συμμετοχή εξαρτώνται από τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα. Πάνω από 85% των αμερικάνων μορφώνονται στα δημόσια ιδρύματα από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο. Η αστυνομία, η πυροσβεστική, τα δικαστήρια, οι εργαζόμενοι στις κοινωνικές υπηρεσίες και οι άλλοι υπάλληλοι κρατούν εμάς και τις περιουσίες μας ασφαλείς. Οι δρόμοι μας, οι γέφυρες, τα τούνελ, τα λιμάνια, τα τραίνα, τα λεωφορεία και η ασφάλεια είναι δουλειά του δημόσιου τομέα. Η πολυμορφία μας και οι βετεράνοι εκπροσωπούνται καλά μεταξύ των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Οι περικοπές στο δημόσιο τομέα θα χειροτερέψουν ακόμη περισσότερο την οικονομική κρίση, βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο αρκετά κοινωνικά προβλήματα. Καμιά συζήτηση για πραγματικές και σοβαρές προσαρμογές του προϋπολογισμού δεν μπορεί να προχωρήσει από την άγνοια για το τι κάνουν οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, ποιοι είναι   και για τι πληρώνονται. Καμιά κοινωνία δεν προχωρά με σύνεση αν δε αναγνωρίζει και δεν αποτιμά  τις ζωές που βρίσκονται σε πραγματικό κίνδυνο και τα πραγματικά αποτελέσματα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων.

Ο Μαξ Φαντ Γουλφ διδάσκει οικονομικά στο New School University στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα  Διεθνών Σχέσεων. Ο Ρίτσαρντ Ντ. Γουλφ είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης στο Αμχερστ κι επίσης επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Διεθνών Σχέσεων στο New School University στη Νέα Υόρκη.

Πηγή: Monthly Review
Μετάφραση: Αλίκη Κοσυφολόγου

REDNotebook1 February 2011 - 6:12 pm | Μάξ Φραντ Γουλφ και Ρίτσαρντ Ντ. Γουλφ


.