Ομιλία της βουλευτού Νομού Ηλείας ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Έφης Γεωργοπούλου-Σαλτάρη στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων για την εξέταση του νομοσχεδίου «Απλούστευση διαδικασιών για την ενίσχυση της τουριστικής επιχειρηματικότητας, αναδιάρθρωση του ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και λοιπές διατάξεις» (3.7.2013)

Το παρόν νομοσχέδιο έρχεται ύστερα από πολύμηνη καθυστέρηση ενός αρχικού νομοσχεδίου για τον τουρισμό, και τα μόνα κοινά σημεία που έχει μαζί του είναι ότι εστιάζει και διευκολύνει προκλητικά την τουριστική δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας. Όλο αυτό το διάστημα φαίνεται ότι κατάφεραν και χώρεσαν πλήθος άρθρα, όχι για να αναβαθμίσουν τον τομέα του τουρισμού, αλλά για να απλουστεύσουν τις διαδικασίες επίδοξων επενδύσεων ή να τακτοποιήσουν άλλες επενδύσεις  που βρίσκονται σε εκκρεμότητα.
Οι βαρύγδουπες αναφορές ότι ο τουρισμός είναι από τους βασικότερους πυλώνες της οικονομίας μας και θα πρέπει να γίνει ακόμη πιο ανταγωνιστικός και να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας, αυτή την εποχή της μεγάλης ανεργίας στη χώρα μας, απέχουν χιλιόμετρα από τη χάραξη νέας τουριστικής πολιτικής, όπως η αιτιολογική έκθεση αναφέρει. «Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ολοκληρωμένης πολιτικής και στρατηγικής για την οργάνωση, βελτίωση και ανάπτυξη του τουρισμού» ‒πάλι από την αιτιολογική έκθεση‒ εξαντλείται στην είσπραξη, με όποιο τίμημα, κάποιων ποσών είτε από επενδύσεις μεγάλου κεφαλαίου είτε από την πώληση ακινήτων μέσω ΤΑΙΠΕΔ για παρόμοιες επενδύσεις, με μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση του χρέους.            
Στο νομοσχέδιο υπάρχουν μόνο τεσσάρων και πέντε αστέρων μονάδες και το πώς θα διευκολυνθούν με κάθε τρόπο, πώς θα οικοδομήσουν ακόμη πιο κοντά στην ακτή, μέσα στα δάση, μέσα σε αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους, πάνω σε προστατευόμενες περιοχές. Για όλους τους υπόλοιπους, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, εργαζόμενους, το πλήθος των κατηγοριών τουρισμού –συνεδριακός, κοινωνικός, εναλλακτικός, αρχαιολογικός, εκπαιδευτικός, για να αναφέρω ενδεικτικά κάποια είδη‒ τηρείται σιγή ασυρμάτου. Η μόνη κατηγορία τουρισμού που ενδιαφέρει το παρόν νομοσχέδιο είναι ο ιαματικός. Και αυτό γιατί  κοντά σ’ αυτόν κολλάει η θαλασσοθεραπεία, τα spa, τα ινστιτούτα αισθητικής, ευεξίας κ.λπ. Ο εσωτερικός τουρισμός, ο οποίος κατείχε μια σημαντική θέση στο τουριστικό προϊόν, έχει σχεδόν καταρρεύσει μετά τις απανωτές μειώσεις εισοδημάτων, την υπέρμετρη φορολόγηση, την ανεργία και την ανασφάλεια των πολιτών. Άρα αυτού του είδους οι διευκολύνσεις για τα μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα απευθύνονται μοιραία σε επισκέπτες εκτός Ελλάδος, οι οποίοι θα έχουν να διαλέξουν ανάμεσα και σε άλλες ανταγωνιστικές χώρες τις ίδιες περίπου παρεχόμενες υπηρεσίες. Εάν δεν έχουμε καταλάβει ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, εκτός από το κλίμα και  τη θάλασσα,  είναι ο πολιτισμός μας σε όλη τη διαχρονική του πορεία, από τους αρχαιολογικούς χώρους μέχρι τους παραδοσιακούς οικισμούς, το φυσικό περιβάλλον και τη μικροκλίμακα της ελληνικής υπαίθρου, τότε είμαστε σε εντελώς λάθος κατεύθυνση.
Απόδειξη, για του λόγου το αληθές, είναι ότι στο 1ο άρθρο του παρόντος νομοσχεδίου αναφέρεται ότι στις εκτάσεις ή στα γήπεδα οργανωμένων υποδοχέων τουριστικών δραστηριοτήτων δύνανται να περιλαμβάνονται και εκτάσεις που υπάγονται σε ειδικά καθεστώτα προστασίας, όπως αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικού ενδιαφέροντος τόποι, δάση και δασικές εκτάσεις, ακόμη και περιοχές υπαγόμενες στο εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Δηλαδή δίνεται το πράσινο φως να γίνονται επενδύσεις δίπλα ή πάνω στους προαναφερόμενους χώρους; Και απλώς θα αξιολογούνται οι συνέπειες και οι επιπτώσεις στο τοπίο στην οικεία πράξη έγκρισης;
Αναφέρεται στην ίδια παράγραφο ότι πρέπει να τεκμηριώνεται η συμβατότητα του υπό ίδρυση υποδοχέα με τα ειδικά χαρακτηριστικά και τους στόχους διατήρησης, προστασίας και ανάδειξης των εν λόγω περιοχών δίχως να γίνεται σαφής αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο που θα διέπει αυτή την ύποπτη «συγκατοίκηση».
Όσον αφορά τις προστατευόμενες περιοχές Natura, η περιβαλλοντική αδειοδότηση θα διενεργείται με βάση τα Προεδρικά Διατάγματα και τις Υπουργικές Αποφάσεις προστασίας. Καμία μνεία δεν γίνεται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία προστασίας αυτών των περιοχών. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι, από τις 200 περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως Natura 2000, μόνο οι 28 έχουν φορείς διαχείρισης, γίνεται εύκολα κατανοητή η πρόθεση αλλοίωσης του περιβάλλοντος και η περιφρόνηση στα πάσης φύσεως οικοσυστήματα που περικλείει.
Στο άρθρο 2, για τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα τα οποία θα περιλαμβάνουν εγκαταστάσεις ειδικών μορφών τουρισμού (ιαματική θεραπεία, κέντρα αναζωογόνησης, θερμαλισμού, αισθητικής, κ.λπ.), εκτός του ότι επιχειρείται  η χορήγηση όρων δόμησης σε οικιστικές εγκαταστάσεις εκτός σχεδίου, χωρίς πολεοδόμηση (πράγμα πέρα για πέρα αντισυνταγματικό) σε «επενδύσεις» που θα στραγγαλίζουν τις μικρές και μεσαίες μονάδες των περιοχών αυτών, από την άλλη μεριά οι διευκολύνσεις αφορούν και φωτογραφίζουν υπάρχουσες επενδύσεις, που περιμένουν αυτούς τους ευνοϊκότερους όρους για να προχωρήσουν.
Στο ίδιο άρθρο (2), στην παράγραφο 7, διαπιστώνουμε ότι στα σύνθετα τουριστικά καταλύματα μπορούν να συμπεριλαμβάνονται ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις και να επιτρέπεται η διάνοιξη οδών μέσα σε δάσος προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα καταλύματα. Αυτή η διάταξη είναι επιεικώς προκλητική και απαράδεκτη, όταν μάλιστα προσπαθεί να μας πείσει με τον πιο αθώο τρόπο ότι η αξιοποίηση θα γίνεται με τον όρο της διατήρησης της δασικής μορφής των εκτάσεων ενώ παράλληλα με τη σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών θα επιτρέπεται η κατάτμησή τους. Και τα δύο μαζί δεν πάνε.
Άλλη μια προκλητική διάταξη είναι αυτή του άρθρου 5 με την οποία επιχειρείται να ευνοηθούν παλαιότερες αυθαιρεσίες και να δρομολογηθούν καινούργιες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις σε απόσταση 30 μέτρων από τη γραμμή αιγιαλού αντί των 50 μέτρων που ίσχυε μέχρι σήμερα για τα εκτός σχεδίου κτίρια. Το εξωφρενικό είναι ότι σε απόσταση μόλις 10 μέτρων θα επιτρέπονται εγκαταστάσεις ‒ όχι αποδυτήρια ή ντουσιέρες, αλλά οποιοδήποτε κτίριο εξυπηρετεί τις ξενοδοχειακές μονάδες, ύψους έως 3,5 μέτρων!
Πάνω στην ίδια λογική της αλλοίωσης και επέμβασης στο φυσικό περιβάλλον εντάσσεται και η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου (5), σύμφωνα με την οποία θα επιτρέπεται η κατασκευή εξέδρας ή προβλήτα χωρίς να προβλέπεται νόμιμη αδειοδότηση, γεγονός που τις καθιστά εν δυνάμει επικίνδυνες για τη δημόσια ασφάλεια.                               
Με το άρθρο 9 τακτοποιούνται και άδειες λειτουργίας τουριστικών λιμένων, προσφορά στους επίδοξους υποψήφιους αγοραστές του ΤΑΙΠΕΔ, χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό και πρόβλεψη για τη διαχείριση του παράκτιου χώρου, ενώ με το άρθρο 10 χωροθετούνται οι μαρίνες που βρίσκονται ή πρόκειται να βρεθούν εντός αρχαιολογικών τόπων και ιστορικών ή παραδοσιακών οικισμών. Κι άλλη καταστροφή φυσικών και πολιτιστικών πόρων επιχειρείται; Δεν μπορούμε να αναβαθμίσουμε, με σεβασμό στην ιδιαιτερότητά τους τα μικρά λιμάνια, που τα περισσότερα είναι στολίδια της περιοχής τους και πόλος έλξης επισκεπτών; 
Με το άρθρο 27 «περί καθορισμού ανταλλάγματος για τη χρήση αιγιαλού» επιχειρείται και πάλι ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ των κύριων ξενοδοχειακών καταλυμάτων με τη δυνατότητα παραχώρησης αιγιαλού, εις βάρος των  μικρών μονάδων και κέντρων εστίασης, καθώς και στέρηση εσόδων από τους παραλιακούς δήμους, αφού το αντάλλαγμα θα καταβάλλεται στο Δημόσιο.
Τέλος, ιδιαίτερα προκλητική είναι η διάταξη της παραγράφου 1  του άρθρου 42, που αφορά τις ρυθμίσεις ΤΑΙΠΕΔ, σύμφωνα με την οποία ο παραχωρησιούχος στον οποίο θα έχει ξεπουληθεί ένα λιμάνι αυτοδικαίως (!) θα μπορεί να υπεισέρχεται στις λιμενικές εγκαταστάσεις, ασχέτως αν αυτές έχουν κατασκευαστεί ή εκσυγχρονιστεί από τους ΟΤΑ ή τα Λιμενικά Ταμεία. Απορίας άξιον είναι επίσης η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται και τα αλιευτικά καταφύγια που έχουν την ατυχία να βρίσκονται εντός της εμβέλειας του παραχωρησιούχου του τουριστικού ή άλλου λιμανιού. Αυτά εκδιώκονται  πάραυτα από τον θαλάσσιο χώρο και τις εγκαταστάσεις τους, χωρίς να περιγράφεται ο χρόνος, ο τόπος, η χωροθέτηση για τη μετεγκατάσταση, παρά μόνο το ύψος του τιμήματος που μπορεί αυτή να κοστίσει.
Η απαξίωση των τοπικών κοινωνιών και η απώλεια εσόδων από τις παραπάνω εγκαταστάσεις και δραστηριότητες που προανέφερα επιφέρουν ακόμη ένα πλήγμα στην οικονομική ζωή των παραλιακών δήμων της χώρας και θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και υποβάθμιση του περιβάλλοντος.


.